ασβεστάς

ασβεστάς
ο
πληθ. -άδες, θηλ. ασβεστού αυτός που φτιάχνει ή πουλά ασβέστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασβεστάς — ο 1. ο ασβεστοποιός 2. αυτός που πουλά ασβέστη 3. ο ασπριτζής …   Dictionary of Greek

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ АСВЕСТА — [греч. Γρηγόριος Ασβεστᾶς возможно, уничижительное прозвище изготовитель извести], митр. Сиракузский (843 852 или 853; 858 867; 877 878/9), митр. Никейский (878/9 879/80); визант. церковный и политический деятель. В 843 г., после восстановления… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”